- σκορπῖτις
- σκορπῖτις, ιδος, ἡ,A scorpion-like, name of a stone, Plin.HN37.187.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπίτης — ὁ, θηλ. σκορπῑτις, ίτιδος, Α πολύτιμος λίθος, όμοιος πιθανώς ως προς το σχήμα ή το χρώμα με σκορπιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα ίτης (πρβλ. ὀνυχ ίτης), λόγω τού σχήματος ή τού χρώματος τού λίθου] … Dictionary of Greek